φαντασιοπλήκτως

φαντασιοπλήκτως
φαντασιοπλήκτως
like one who is mad on showing off
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φαντασιοπλήκτως — Μ επίρρ. βλ. φαντασιόπληκτος …   Dictionary of Greek

  • φαντασιόπληκτος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) φαντασιοκόπος 2. (κατ επέκτ.) α) υπερβολικά αλαζόνας β) ιδιότροπος, εκκεντρικός, αλλοπρόσαλλος. επίρρ... φαντασιοπλήκτως Μ με τρόπο που πλήττει τη φαντασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”